- παραποδυομαι
- παραποδύομαιπαρ-αποδύομαιраздеваться (в палестре), т.е. готовиться к гимнастическому состязанию Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραποδύομαι — ΜΑ μσν. αποδύομαι σε κάτι αρχ. γυμνώνομαι για να συναγωνιστώ, για να αναμετρηθώ με κάποιον («αὐτὸς μὴ ἀντεπιδεικνύναι τὸ εἶδος παραποδυόμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»] … Dictionary of Greek
παραποδύομαι — παρά ἀποδύνω strip off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)